μαριτζάς

μαριτζάς
μαριτζάς και μαρετζάς και μαρίτζας, ὁ (Μ)
1. στρατιωτικός διοικητής
2. πεταλωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. marechau].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρετζάς — μαρεντζάς, ὁ (Μ) βλ. μαριτζάς …   Dictionary of Greek

  • μόρτζος — μόρτζος, ὁ (Μ) στρατιωτικός διοικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί μάρτζος < μαριτζάς*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”